Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η εθνότητα

См. также в других словарях:

  • εθνότητα — η κοινότητα ανθρώπων που έχουν τα χαρακτηριστικά τού έθνους (κοινή γλώσσα, ιστορία, παραδόσεις) και προσβλέπουν να αποκτήσουν ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση (κράτος) ή να τους αναγνωριστούν ειδικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ …   Dictionary of Greek

  • εθνότητα — η το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν στην ίδια χώρα, ανήκουν στην ίδια φυλή και αποτελούν το ίδιο έθνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αβάρτσοι — Εθνότητα στην αυτόνομη δημοκρατία του Νταγκεστάν της Ρωσίας. Η γλώσσα που μιλούν ανήκει στην ιβηροκαυκασιανή οικογένεια και χωρίζεται σε πολλές διαλέκτους. Η διάλεκτος του τμήματος της χώρας είναι από το 1917 η επίσημη γλώσσα του Νταγκεστάν. Το… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Οθωμανοί — Έτσι ονομάζεται η τουρκική φυλή, που είχε αρχηγό τον Σουλεϋμάν Σαχ και μετανάστευσε από την Ανατολική Περσία στη Μικρά Ασία. Πήρε την ονομασία της από τον γιο του Eρτογρούλ, Οσμάν (Οθμάν), που ήταν και ο ιδρυτής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.… …   Dictionary of Greek

  • Αρβανιτιά — Ιστορική τοποθεσία, στη δυτική πλαγιά του κάστρου του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1775 ο καπετάν πασάς Γαζής Χασάν οδήγησε εκεί με δόλο μια νύχτα πέντε χιλιάδες Αρβανίτες, από αυτούς που ερήμωναν τον τόπο, και τους… …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Τέζο — και Ιτέζο και Ατέζο, οι, Ν εθνολ. νειλωτικός λαός που ζει στην ανατολική Ουγκάντα και στην Κένυα και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα τής Ουγκάντα …   Dictionary of Greek

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»